Δύο γάμοι: του Λευτέρη Βενιζέλου και της Ωραοζήλης Παπαδοπούλου
του Δημητρίου Σ. Παπαδόπουλου (Σταυριώτη)
Στη Wikipedia διαβάζουμε ότι ο γάμος του Ελευθέριου Βενιζέλου και της πλουσιοτάτης νύμφης Έλενας Σκυλίτση, έλαβε χώραν την 15η Σεπτεμβρίου του έτους 1921 στην έπαυλη του Sir Arthur Crosfield, το περίφφημο ‘’Witanhurst’’ που παραμένει εισέτι η μεγαλύτερη ιδιωτική κατοικία της Αγγλίας μετά τα Βασιλικά ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. Μερικούς μήνες πριν ο Βενιζέλος, έχοντας χάσει τις εκλογές, αποφάσισε να εγκαταλείψει την πολιτική και την Ελλάδα. Η θαλαμηγός ‘’Νάρκισος’’ της Έλενας Σκυλίστη τον παρέλαβε από τον Πειραιά και τον μετέφερε στη Νίκαια της Γαλλίας.
Είναι γνωστό ότι στη διάρκεια της περίπου δεκαετούς γνωριμίας τους, η κ. Σκυλίτση είχε συνεισφέρει αρκετά εκατομμύρια λιρών για να στηρίξει τον μέλλοντα σύζυγό της. Τόσο για την «αποκατάστασή» του, όσο και για τις πολιτικές του ακροβασίες.
Δεν ήταν η μόνη…
Η γνωριμία του Βενιζέλου με τον Βασίλειο Ζαχάρωφ, θα πρέπει να βαστά από την ίδια εποχή περίπου. Πλην όμως, τούτος ο δεύτερος, διέθεσε κατά καιρούς πολλαπλάσια ποσά για να στηρίξει τον φίλο(;) του. Ίσως ήλπιζε, ως επιχειρηματίας που ήταν, ότι θα τα λάμβανε πίσω πολλαπλάσια, αλλά τούτη ή άπιστη ερωμένη, η Ιστορία, καθώς φάνηκε, λογάριασε διαφορετικά…
Εν τέλει, η μεν Σκυλίτση πέτυχε τον σκοπό της, ήτοι να νυμφευθεί τον Βενιζέλο, αντίθετα με τον Ζαχάρωφ που έχασε ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας του και εγκατέλειψε δια παντός τη φιλοδοξία του να αναστήσει μιαν ελληνική αυτοκρατορία στην Ανατολική Μεσόγειο.
Την ίδια ακριβώς ημέρα, τρία έτη μετά, την 15η Σεπτεμβρίου 1924, ένας άλλος γάμος έλαβε χώρα, πολύ διαφορετικός από τον πρώτο. Εκείνος της Ωραιοζήλης και του Πάντζου. Το νήμα της παράξενης ιστορίας της Ωραιοζήλης, μπορούμε να αρχίσουμε να το ξετυλίγουμε από εκείνο το ηλιόλουστο κρύο πρωινό από τη σκάλα της Σινώπης. Πού ‘ταν γιομάτη πρόσφυγες. Ήταν 25 του Απρίλη του ’24.
Πρόσφυγες, κοπάδια ολάκερα, δίχως ποιμένα, σκορπισμένες ψυχές. Το γένος των Ρωμιών ξεκληρισμένο από τον Πόντο. Οι άνδρες ήταν χαμένοι από καιρό στα βάθη της Ανατολίας. Γέροντες, γυναίκες και παιδιά μοναχά απέμειναν για το ταξίδι στην Ελλάδα. Την Ελλάδα, εκείνην την σκληρή και άκαρδη μητριά.
Στο «Καβάλα» το ατμόπλοιο, φορτώθηκαν μόνον τα ορφανά πού ‘ταν εκατοντάδες και τριγύριζαν τ’ άμοιρα αδέσποτα στους δρόμους της Σινώπης. Άρπαζαν κάτι να φάνε από δω κι από κει, αλήτευαν, ψωμοζητούσαν. Κείτονταν κατάχαμα στους δρόμους και στα κτήρια τα δημόσια πού ‘ταν τρισάθλια, αντάμα με την ψείρα και τις αποικίες κοριών στους βρόμικους τοίχους τους.
Δυό μέρες μετά έδεσε κι ο «Θρασύβουλος» στη σκάλα. Φόρτωσε γυναικόπαιδα και άνδρες λιγοστούς. Αρρώστους και τραυματίες, να τους λυπάται κανείς. Σαν τσαμπιά από σταφύλια κρέμονταν το ανθρωπομάνι από τις κουπαστές και τη γέφυρα του πλοίου που σάλπαρε για την Κωνσταντινούπολη. Άλλο μαρτύριο και το τούτο ταξίδι. Πόσοι απόθαναν μεσοπέλαγα και ρίχτηκαν τ’ άψυχα κουφάρια τους στον Εύξεινο Πόντο; Πόσοι! Κι όσοι έφταναν ζωντανοί στην Πόλη, άιντες γραμμή για το κολαστήριο. Με τους τσανταρμάδες από δίπλα τους να φωνάζουν: ‘’Γιούνουρουζ, γιούνουρουζ…’’. Ίσα για την καραντίνα στο Σελιμιέ. Εκείνο το μεγάλο στρατόπεδο στην Ασιατική ακτή του Βοσπόρου που μετατράπηκε σε «κέντρο υποδοχής» προσφύγων. Κολαστήριο σωστό…
Κι ολοένα έρχονταν άλλες καραβιές… κι άλλες, κι άλλες, μέχρι που το στρατόπεδο γιόμισε. Κι ύστερα άρχισε σιγά σιγά ν’ αδειάζει. Τετρακόσιοι και πεντακόσιοι θάνατοι την ημέρα από αρρώστιες. Πώς να ζήσει κανείς δίχως νερό καθάριο και σωστή τροφή; Πόσο; Τύφος και μαλάρια! Πόσοι τρελάθηκαν τότες! Και πόσοι ρίχνονταν από τους ορόφους του στρατώνα για να ανταμώσουν τον θάνατο τον λυτρωτή…
Οι Τούρκοι νεκροκουβαλητές δεν επρόφταιναν να κουβαλούν και να θάβουν, ακόμη και τους μισοπεθαμένους. Άλλοτες με ξεχαρβαλωμένα αλογόκαρα κι άλλοτες με φορτηγά αυτοκίνητα. Εκεί παραέξω απ’ το Σκούταρι. Πολλοί απ’ αυτούς δεν άντεξαν κι έφυγαν. Τη θέση τους επήραν Ρωμιοί. Πού όταν έβγαιναν από το Σελιμιέ, έριχναν στους τάφρους τους νεκρούς κι από πάνω λίγο ασβέστη και χώμα για να χαθεί η βρώμα. Καθότι, νέκυες κοπρίων εκβλητότεροι, καθώς είπεν ο Ηράκλειτος. Οι νεκροί είναι πιο άχρηστοι κι από την κοπριά… Έριχναν οι Ρωμιοί τα πτώματα στους λάκκους και το έσκαγαν για να γλιτώσουν απ’ το Σελιμιέ. Να φύγουν, να λευτερωθούν από το κολαστήριο. Οι μισοί και παραπάνω από του είκοσι χιλιάδες Ρωμιούς που επέρασαν από εκεί, θάφτηκαν στο Σκούταρι. Χρόνια μετά οι Τούρκοι ανάσκαψαν τους τάφους, μάζεψαν τα κόκκαλα και τα ‘στειλαν στην Ευρώπη για λεύκανση. Κι από κει κέρδος έβγαλαν…
Ώσπου ένα ναυλωμένο από το ελληνικό γκουβέρνο σαπιοκάραβο, φόρτωσε τριακόσιες ψυχές. Ανάμεσά τους κι η Ωραιοζήλη. Με τα πολλά βρέθηκεν η άμοιρη στη Μακρόνησο.
Εκεί στην καραντίνα είχε χάσει η κακοπαθημένη Ωραιοζήλη η Παπαδοπούλου τα μακριά μαλλιά της. Απ’ τα μέρη της Ματσούκας βαστούσε η φύτρα της. Παπαδοκόρη. Με μια σκουριασμένη αλογομηχανή της έκοψαν απ’ τη ρίζα τα μαλλιά της καημένης, καθότι ήταν ψείρα γιομάτα. Δυό χρόνια πριν είχε χάσει και την παρθενιά της. Βρέθηκε η άτυχη σε κείνο σεφκιέτι με τα πενήντα γυναικόπαιδα στη εξορία για το Ερζερούμ. Τρεις τσέτες ο ένας μετά τον άλλον. Το λησμόνησε το κακό πού ‘παθε και λογάριασε πως εστάθηκε τυχερή που δεν της έκοψαν το λαιμό με τη λάμα. Μόλο που εκείνη την κακιά την ώρα, τούτο ήθελε να της κάμουν κείνα τα θεριά τ’ ανήμερα. Να της κόψουν το λαιμό…
Πώς έφθασε στην Ελλάδα, στη Μακρόνησο; Ούτε κι αυτή θυμάται πια. Δικός της κανείς δεν απέμεινε. Ξένοι άνθρωποι σπλαχνικοί της στάθηκαν.
Ρωμιοί Καυκάσιοι απ’ το ’19, έχτισαν τα παραπήγματα στη Μακρόνησο. Και τις στέρνες για το νερό στέριωσαν και τα κτήρια της Υπηρεσία της Υγειονομικής, καθότι ήσαν και καμπόσοι ταχτσήδες ανάμεσά τους, τεχνίτες πρώτοι.
Υπηρεσία Υγειονομική, σου λέει… Ούτε υπηρεσία της προκοπής, ούτε υγεία πρόσφεραν στους κακοπαθημένους. Κι οι υπάλληλοι, οι φύλακες, οι δεσμοφύλακες, άσπλαχνοι. Απαθείς στο πόνο του ανθρώπου. Ένας δυό απ’ αυτούς είχαν μια στάλα ανθρωπιά. Τα συμφωνούσαν με τους εμπόρους που ‘φερναν με καΐκια προμήθειες και έβγαζαν το χαρτζιλίκι τους. Ρέγκες χαλασμένες. Πώς να τις φας δίχως νερό πού ‘καμε μέρες να ’ρθει από το Λαύριο; Ήταν και γλυφό. Ήξεραν ότι δεν είχαν άλλο να πάρουν από τους πρόσφυγες. Τους τα ‘χαν πάρει όλα πιο πριν οι Τούρκοι. Κι έβγαζαν διάφορο οι αθεόφοβοι από τους εμπόρους, τους προμηθευτές του θανάτου. Μουχλιασμένα μακαρόνια, ελιές με σκουλήκια και σάπια φρούτα. Αρρώστια, εντερικά και θάνατος. Έρχονταν και κάτι καΐκια με πανιά, ποιός ξέρει από πού, και πλεύριζαν το νησί σε όρμους απόμερους και πουλούσαν ψωμί. Ζητούσαν λίρες χρυσές, κοσμήματα και ρολόγια.
Πόσοι πέθαναν κι εκεί, στο λοιμοκαθαρτήριο, στην καραντίνα; Εκατοντάδες.
Το λοιπόν εκεί έχασε τα πλούσια μαλλιά της η Ωραιοζήλη Παπαδοπούλου, κι ήταν ωσάν να έχασε ξανά την παρθενιά της. Έκλαψε και φώναξε. Όχι από τον πόνο που της προκάλεσε η σκουριασμένη μηχανή, μα από την προσβολή και την ατίμωση. Μέρες έκαμε να συνέλθει…
Εκεί στη Μακρόνησο την άνοιξη, ένα ατμόπλοιο έφερε καμιά πενηνταριά άνδρες πού ‘χαν απομείνει από τους τελευταίους. Ανάμεσά τους κι ένα παλικάρι με κομμένο το αριστερό πόδι. Από τη Λιβερά. Κοντοχωριανός με την Ωραιοζήλη. Μαζί τα βρήκαν. Ταίριαξαν. Και λογάριαζαν σαν φύγουν κάποτες από εκεί να φτιάξουν σπιτικό…
Η Ιστορία τίμησε αρκούντως τον πολιτικό εκείνο από την Κρήτη με πάμπολλα συγγραφικά πονήματα. Και με αγάλματα, με τ’ όνομά του σε δρόμους και πλατείες σ’ όλη την Ελλάδα. Το κράτος το οποίο διαφέντεψε, τον ονομάτισε περιέργως Εθνάρχη, αγνοώντας τον άνδρα που κρυβόταν πίσω από αυτόν. Είναι μια ιδιοτροπία της Ιστορίας αυτή. Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι ο χρυσός που κάλυπτε το όνομά του να αρχίσει να ξεθωριάζει και να φαίνεται από κάτω η σκουριά.
Το έτος 1965 σε ένα βιβλίο που ο McCromick με τίτλο: ‘’Ο πλασιέ του θανάτου. Έργα και ημέρες του Μπαζίλ Ζαχάρωφ’’, διβάζουμε:
‘’Ήταν αλήθεια ότι ο Ζαχάρωφ είχε υποστηρίξει τον Lloyd George πρωθυπουργό της Αγγλίας κατά τη διάρκεια του πολέμου, είχε διαπραγματευτεί για τη Βρετανία και είχε κερδίσει εύνοια για βρετανικές εταιρίες. Εκείνη τη στιγμή ο Ζαχάρωφ ήταν αποφασισμένος να ζητήσει κάτι σε ανταπόδοση.
«Θέλω ελευθερία κινήσεων για να κατευθύνω τα θέματα στη Μέση Ανατολή. Η κρίση είναι κοντά και θέλω να υποστηρίξεις κάθε ελληνική κίνηση ενάντια στους Τούρκους», είπε ο Ζαχάρωφ στον Lloyd George.
‘’Πήρε την απάντησή του που περίμενε στα γενέθλιά του. Ο Lloyd George ήρθε να τον δει και είπε σχεδόν αδιάφορα: «Μού λένε ότι είναι τα γενέθλιά σου σήμερα. Θα ήθελα να σού κάνω ένα δώρο που θα σε κάνει πραγματικά ευτυχισμένο. Λοιπόν, πήγαινε και πες τον φίλο σου τον Βενιζέλο ότι σού κάνω δώρο τη Μικρά Ασία».
Δεν ξέρουμε πόσο ευτυχή κατέστησε τον Ζαχάρωφ η γενναιοδωρία του Άγγλου πρωθυπουργού, εκείνο ωστόσο που γνωρίζουμε μετά βεβαιότητος είναι ότι ο Ζαχάρωφ άδραξε την ευκαιρία. Ήταν η φιλοπατρία του, το εσώτερη κάλεσμα της ρωμαίικης φύτρας του, ή μήπως μια ακόμη ευκαιρία για κερδοφόρες δουλειές; Ποτέ δεν θα το μάθουμε. Πάντως, ένας άλλος εγγλέζος συγγραφέας που ακούει στο όνομα δόκτωρ Ρίχαρντ Λεβινσον, δείχνει να είναι ιδιαίτερα κακεντρεχής σχολιάζοντας τον βίο και την πολιτεία του Ζαχάρωφ. Ιδού:
«Η Γαλλία εμφανιζόταν όλα και πιο ξεκάθαρα με το μέρος της Τουρκίας (αναφέρεται στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1922). Με τον καιρό, ακόμη και το Λονδίνο άρχισε να κουράζεται με την περιπετειώδη πολιτική της Ελλάδος. Ο Βενιζέλος, ο μεγάλος αντάρτης της Ανατολής, είχε πέσει, αλλά οι ταραχές στο Αιγαίο έμοιαζαν δίχως τέλος. Γιατί δεν επενέβαινε η Αγγλική Κυβέρνηση, ιδίως τώρα που επικεφαλής του ελληνικού στρατού ήταν ο γαμπρός του πρώην Κάϊζερ, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος; Γιατί ο πρωθυπουργός, ο Λόυδ Τζώρτζ αρκέστηκε σε νουθεσίες για ειρήνη και πληκτικές διαπραγματεύσεις, ενώ ήταν γνωστό πως καμία ελληνική κυβέρνηση δεν θα τολμούσε να ξεκινήσει πόλεμο χωρίς την αγγλική προστασία; Με την υποκίνηση τίνος συνέβαιναν όλα αυτά; Ποιος ήταν ο ενδιάμεσος που οδηγούσε τον Λόυδ Τζώρτζ σ’ αυτήν την επικίνδυνη ανατολική πολιτική;
»Το πρώτο όνομα που αναφέρθηκε στις λέσχες και στους ενδότερους πολιτικούς κύκλους ήταν του Ζαχάρωφ. Ύστερα έκαμαν την εμφάνισή τους και οι πρώτες υπόνοιες στον Τύπο. Όμως κανείς δεν τολμούσε να σύρει από την αφάνειά του τον άνθρωπο που βρισκόταν πίσω από την ελληνική εκστρατεία. Τελικά κάποιος βρήκε το θάρρος να σηκώσει τον πέπλο. Ήταν ο κ. Ουόλτερ Γκίνες…
»Ήταν μια πνιγηρή ημέρα του Αυγούστου και στη Βουλή συζητιόταν θέματα υψηλής πολιτικής. Τέθηκε το θέμα της Ανατολικής πολιτικής. Ξαφνικά από τα έδρανα των Συντηρητικών σηκώθηκε ένα πρόσωπο -ήταν τότε η περίοδος του Συνασπισμού- να επερωτήσει για τη συμπεριφορά του πρωθυπουργού. Το πρόσωπο αυτό ήταν ο Ουόλτερ Γκίνες, και ο λόγος του ήταν ξεκάθαρος. Ποια ήταν η φωνή που έδινε τις κατευθύνσεις και βρισκόταν πίσω από τον θρόνο, ή μάλλον, πίσω από τον πρωθυπουργό; Πιθανότατα ο Σερ Μπαζίλ Ζαχάρωφ. Τούτος ήταν αναμφίβολα ένας δαιμόνιος χρηματοδότης, με διεθνή συμφέροντα στη βιομηχανία όπλων. Εκτός των πολιτικών κύκλων, η φήμη του αφορούσε κυρίως το γεγονός –τουλάχιστον, έτσι λεγόταν- πως είχε τον έλεγχο για την παραγωγή όπλων σε τέσσερις ή πέντε διαφορετικές χώρες. Από βρετανικής απόψεως ωστόσο ενδιέφερε πολύ περισσότερο το γεγονός ότι, παρόλο που ήταν αρκετά Άγγλος ώστε να είναι Ιππότης του Μπαθ, δεν έπαυε να είναι πρώτα και κύρια Έλληνας. Εφ’ όσον λοιπόν ήταν απαραίτητο να έχει συμβούλους ο πρωθυπουργός για τις εξωτερικές υποθέσεις, αυτοί θα έπρεπε να είναι Άγγλοι και τα συμφέροντά τους να περιορίζονται στην Αγγλία και την Αντάντ.
»Η αιχμηρή επίθεση του Συνταγματάρχη Γκίνες ήταν πιο αποτελεσματική κι από μια δωδεκάδα κεραυνοβόλες αγορεύσεις. Για πρώτη φορά ακούστηκε στο Κοινοβούλιο η φράση «ο μυστηριώδης άνδρας της Ευρώπης», που μετά από αμέτρητες επαναλήψεις έγινε ο μόνιμος χαρακτηρισμός για το πρόσωπο του Ζαχάρωφ. Λεγόταν πως αυτός βρισκόταν πίσω από τους Άγγλους πολιτικούς και πως οδηγούσε το πρωθυπουργό σε επικίνδυνα μονοπάτια.
»Τι είχε να πει γι’ αυτά ο Λόυδ Τζώρτζ; Όλοι περίμεναν την απάντησή του, αλλά εκείνος παρέμεινε σιωπηλός. Αντιθέτως, παρουσιάστηκε ο άνθρωπος των παρασκηνίων και -κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί πως δεν είχε προηγηθεί συνεννόηση με το Λόυδ Τζώρτζ- προέβη σε μια δημόσια δήλωση για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του. Ισχυρίστηκε πως δεν είχε δει τον Λόυδ Τζώρτζ από τις αρχές του 1919 και πως έκτοτε δεν είχε έλθει σε οποιαδήποτε επικοινωνία μαζί του, προφορική ή άλλου είδους. Αυτή ήταν η δήλωση του σερ Μπαζίλ Ζαχάρωφ. Οι εφημερίδες τη δημοσίευσαν και ο κόσμος τη διάβασε, όμως το μήνυμά της έγινε ελάχιστα πιστευτό. Οι φήμες που κυκλοφορούσαν σε όλους τους πολιτικούς κύκλους και που εκφράστηκαν δημόσια από έναν άνθρωπο σαν τον Ουόλτερ Γκίνες δεν ήταν δυνατόν να διαλυθούν εύκολα. Προηγούμενες αποδείξεις φιλίας, αλλά και πιο πρόσφατα γεγονότα υποδείκνυαν το αντίθετο. Γιατί να χωρίσουν τόσο ξαφνικά και χωρίς ορατή αιτία δύο δοκιμασμένοι σύμμαχοι; Από πότε άνθρωποι σαν τον Ζαχάρωφ απαρνιούνταν τη σχέση τους με τον πιο ισχυρό πολιτικό άνδρα της χώρας; Και γιατί ο Λόυδ Τζώρτζ παρέμενε σιωπηλός;»
Η σχέση του Ζαχάρωφ με το Λόυδ Τζώρτζ, είναι ασφαλώς πιο μυστήρια απ’ ότι με τον Βενιζέλο. Είναι απορίας άξιον πώς ο άγγλος πρωθυπουργός, είτε υποστήριξε, είτε σιώπησε όταν ο Ζαχάρωφ δεχόταν τις επιθέσεις από τους αντιπάλους του. Όσον αφορά τον έλληνα πολιτικό, είναι φανερό ότι η σχέση τους υπήρξε ετεροβαρής. Ο Βενιζέλος ήταν ενεργούμενο του πάμπλουτου Έλληνα μεγιστάνα. Οι λίρες της Έλενας Σκυλίτση είναι σαφές ότι δεν επαρκούσαν για να ασκήσει την ριψοκίνδυνη πολιτική του.
Εν πάση περιπτώσει είναι γνωστή από πλήθος πηγών η αλληλεξάρτηση, (ή λυκο-φιλία), μεταξύ Ζαχάρωφ και Lloyd George. Ήταν συμπάθεια, αμοιβαίο συμφέρον (προσωπικό ή εθνικό;) δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Σήμερα γνωρίζουμε ότι εκείνο το «δώρο» του Lloyd George προς τον Ζαχάρωφ στα γενέθλιά του, στοίχισε την καταστροφή του ελληνισμού της Μικρασίας. Η Ελλάς έχασε (δια παντός;) την ευκαιρία να γίνει ένα από τα ισχυρά έθνη της Ανατολικής Μεσογείου και να διαδραματίσει ρόλο στην Ιστορία. Αντί αυτής ευνοήθηκε η Τουρκία. Του Κεμάλ.
Πίσω από τον Βενιζέλο, λοιπόν, κρυβόταν σχεδόν πάντα ο Ζαχάρωφ. Αυτός χρηματοδότησε το πραξικόπημά του στη Σαλονίκη, αυτός πλήρωσε τον προπαγανδιστικό μηχανισμό δια του τύπου και όχι μόνον, που οδήγησε στην έκπτωση του Βασιλέως και έσπρωξε την Ελλάδα στο πλευρό της Αντάντ, αυτός χρηματοδότησε την Μικρασιατική Εκστρατεία και πάει λέγοντας. Μα, στ’ αλήθεια, είχε τόσο μεγάλη οικονομική επιφάνεια; Ναι, είχε. Ήταν τα χρόνια εκείνα ο έβδομος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο, με μετοχές σε πλήθος εταιριών (κυρίως στρατιωτικών εξοπλισμών), τράπεζες, αργότερα και καζίνο (Μόντε Κάρλο) και βέβαια εφημερίδες. Πολλές εφημερίδες! Όλοι εκείνοι οι πρωτοσέλιδοι ύμνοι προς τον Βενιζέλο που εμφανίζονταν περιοδικά στον Τύπο των ευρωπαϊκών πρωτευουσών, τον «μέγα πολιτικό και διπλωμάτη» που μάγευε τους συνομιλητές του, ήταν εντολές του εκδότη (Ζαχάρωφ) βέβαια. Είναι κανόνας αυτό. Ο εκδότης αποφασίζει τι θα πληροφορηθεί το κοινό. Και ποιόν θα λατρέψει, ποιόν θα μισήσει το κοινό…
Πολλοί κατηγόρησαν τον Ζαχάρωφ, γιατί με τα όπλα που πουλούσε, πλούτισε σκορπίζοντας το θάνατο. Μη εξαιρουμένων των δύο προαναφερθέντων συγγραφέων. Είναι όμως λιγότερο ένοχος αυτό που αγοράζει τα όπλα; Κι αυτός που τα χρησιμοποιεί; Δεν είναι ένοχος; Ας μην μπούμε σ’ αυτήν τη συζήτηση, διότι δεν έχει νόημα.
Κι έτσι λοιπόν, ο Πάντζος και η Ωραιοζήλη που βρέθηκαν στη Μακρόνησο, κι από εκεί στον Πειραιά και κατόπιν στη Σαλονίκη. Υποτάχθηκαν άθελά τους σε μια μοίρα που τις διαδρομές της τις καθόρισαν άλλοι. Αντάμα με κάποιες άλλες εκατοντάδες χιλιάδες ψυχών που ξεριζώθηκαν και υπέφεραν τα πάνδεινα. Χάθηκαν, καταστράφηκαν, εκπατρίστηκαν, απέμειναν μισοί, χαμένοι, ξένοι. Σε τόπους όπου δεν ήταν ευπρόσδεκτοι. Όσοι γλίτωσαν τα κατάφεραν στην πλειονότητά τους. Ο Πάντζος και η Ωραοζήλη, μπορούμε να πούμε ότι ευτύχισαν καθότι η ζωή τους έστρωσε με τα χρόνια… μπήκε σε μια καλή σειρά…
Πώς;
Ένας ψευτόπαπας (ψάλτης ήταν μοναχά) τους «πάντρεψε» στη Μακρόνησο. Κι έψαλε από μνήμης όλα τα λόγια τα καλά του Ευαγγελίου, μιας και τα ‘ξερε απ’ έξω. Προσκεκλημένοι, όλοι οι κακοπαθημένοι πρόσφυγες και τρεις χωροφυλάκοι παλαιοελλαδίτες. Έδωκαν πάμπολλες ευχές πού ‘ταν και τα μόνα δώρα που μπορούσαν να προσφέρουν. Κι έπιασαν τόπο. Ο Πάντζος έφτιαξε ένα σταυρό από λαμαρίνα, το πέρασε σ’ ένα σχοινί και το κρέμασε στο λαιμό της Ωραιοζήλης. Έκτοτε εκείνη δεν το ‘βγαλε ποτές από πάνω της. Τον εφυλούσε σαν εικόνισμα κι όταν ζητούσε κάποια χάρη από τον Πλάστη, τον τραβούσε από τον κόρφο της και τον φιλούσε.
Στον Πειραιά έξι μήνες έζησαν, στη Δραπετσώνα. Ύστερα με το τραίνο τους έστειλαν στη Σαλονίκη. Εκεί πλάι στο Ζέιτενλικ στα δυτικά της πόλης έστησαν την παράγκα τους και παραδίπλα το σιδεράδικό του ο Πάντζος, καθότι τούτη ήταν η τέχνη που κατείχε στον Πόντο. Κι ας ήταν με ένα ποδάρι μοναχά. Πήρε ένα παραπαίδι για βοηθό και με το χρόνο η δουλειά στέριωσε και τράνωσε. Τα πρώτα τα χρόνια, άλλοτες είχαν φαγί στο τραπέζι κι άλλοτες όχι. Έκαμαν και δυό παιδιά και τέσσερα εγγόνια. Το λοιπόν, έτσι πορεύτηκαν στη ζωή. Όλα τα κακά τ’ άφησαν οπίσω τους, δίχως να τα λησμονήσουν και δόξαζαν τον Κύριο και τον Θεό τους που τους εφύλαξε τέτοια τύχη κι ηύραν ο εις τον άλλον.
Υπάρχει ένας στίχος του Hilaire Belloc από το ποίημά του Modern Traveller. Ιδού τι λέει: ’’οτιδήποτε κι αν γίνει, εμείς έχουμε το πολυβόλο Μαξίμ. Αυτοί όχι…’’
Ε, λοιπόν, αυτά τα πολυβόλα Μαξίμ, που λέει ο ποιητής, το πουλούσε ο Ζαχάρωφ. Αυτά έστελνε και στον Βενιζέλο. Με πίστωση. Και στον Κεμάλ τον Ατατούρκ (χωρίς πίστωση), καθότι αυτός πλήρωνε με το χρυσό των Μπολσεβίκων. Και σ’ όλον τον κόσμον έστελνε…
Πώς, όμως, ένα φτωχόπαιδο γεννημένο στα Ταταύλα της Πόλης, ή στα Μούγλα στα νοτιοδυτικά Μικρασιατικά παράλια, έφθασε να γίνει αυτός που ήταν; Πώς ένας άνδρας κατάφερε να πουλά όπλα, υποβρύχια, πολυβόλα, εξυπηρετήσεις σε κυβερνήσεις, να δανείζει χρήμα στις Δυτικές Δυνάμεις; Από την Λονδίνο, το Παρίσι τη Μαδρίτη, μέχρι τη Νότια Αμερική, τη Ρωσία, την Κύπρο, την Ελλάδα και φυσικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία;
Ας απαντήσει η ίδια η Ιστορία… αν έχει τα κότσια…
Ο δόκτωρ Ρίχαρντ Λέβινσον πάλι, γράφει, χρόνια μετά την Μικρασιατική καταστροφή (1929) πως Βενιζέλος κάποτε θέλησε να επισκεφθεί τον Ζαχάρωφ στο Παρίσι. Ο Ζαχάρωφ όμως, αδιαφόρησε τελείως για τον παλιό του σύμμαχο. «Αφήστε αυτόν τον Κρητικό να φύγει» είπε απλά, «δεν αξίζει τίποτα. Μακάρι να καταλάβει πως έχει φθάσει πια η ώρα να αποσυρθεί!» Ο Ζαχάρωφ κατάλαβε κάπως αργά πως είχε ποντάρει σε κουτσό άλογο. Ωστόσο, ο Βενιζέλος δεν αποσύρθηκε. Γίνηκε και πάλι πρωθυπουργός και όταν έχασε κάποτε την εξουσία, δοκίμασε την τύχη του και ως πραξιματικοπίας. Απέτυχε και εκεί.
Πέρασαν τα χρόνια. Εκατό και βάλε… κι εκείνος, άνδρας στο άνθος των γηρατειών του, όπως συνήθιζε να λέει αυτοσαρκαζόμενος… βάδιζε σκοτεινιασμένος στην προκυμαία. Κοντοστάθηκε δίπλα στον γέροντα που τίναζε άγαρμπα το καλάμι του μπας και πιάσει κάτι. Βλαστημούσε και γύριζε ανάποδα στο στόμα του τ’ αδειανό το παγούρι με τη ρακή να κατεβάσει και τις δυο τρεις σταγόνες πού ‘χαν απομείνει. Πέντε έξι χαμόπαιδα τον εζύγωσαν, έκαμαν κύκλο γύρω του και άρχισαν να του τα ψέλνουν.
‘’Μπάρμπα Γιώργη μερακλή, που αδειάζεις τη ρακή…’’
Εκείνος τ’ απόδιωξε βρίζοντάς τα. Ο γέρος στράφηκε προς το μέρος του και τον εκοίταξε. Το βλέμμα του χαμένο. Σήκωσε τ’ αδειανό παγούρι και το κούνησε πέρα δώθε, ωσάν να τού ‘λεγε: ‘’σύρε γέμισέ το’’…
Του γύρισε την πλάτη κι έφυγε. Συνέχισε να βαδίσει πλάι στην προκυμαία κι αφέθηκε στον ήχο των κυμάτων να τον εσέρνουν στις σκέψεις του. Από μακριά άκουγε το απόκοσμο βουητό της θάλασσας που πάλευε ανταριασμένη με τον εαυτό της ωσάν θεριό. Άκουγε μα δεν την έβλεπε, είχε αλλού στραμμένο το βλέμμα. Ανηφόρισε απ’ την Πλατεία Αριστοτέλους προς την Εγνατία. Και τότε άκουσε από μακριά τον σκοπό, ωσάν να έβγαινε μέσα απ’ τα σπλάχνα της θάλασσας. Ακορντεόν πού ‘παιζε κάποιο γνώριμο βαλς. Το αναγνώρισε αμέσως. Δημήτριος Σοστακόβιτς, βάλς Νο 2. Σίμωσε προς τη μουσική σαν την πυγολαμπίδα που έλκεται απ’ το φως. Είδε τον μουσικό να κάθεται σε μια καρέκλα, να συνταιριάζει αρμονικά τα φθαρμένα πλήκτρα σκυμμένος πάνω στ’ όργανο. Το πρόσωπό του κρυμμένο ίσα με τα μάτια στο μαύρο κασκόλ του και το μέτωπο καλυμμένο με σκουφί. Τα χέρια του μέσα σε γάντια, άφηναν μόνον τα δάκτυλά του γυμνά να διαφεντεύουν τα πλήκτρα. Πλησίασε και στάθηκε αρκετά μέτρα μακριά του. Ο ψυχρός αγέρας έφερνε προς το μέρος του τη μελωδία διακεκομμένη, μ’ ένα παράξενο βουητό πού ‘ταν στιγμές που θαρρούσες πως γέμιζε τη μουσική. Ωσάν ισοκράτημα στις ψαλμουδιές. Πήγε και στάθηκε στα ριζά ενός πεύκου παράξενου. Που ο γυμνός κορμός του ορθώνονταν ψηλά ίσα με τα δυό μέτρα κι ύστερα έγερνε και σχεδόν ακουμπούσε τη γης, ώσπου σηκώνονταν πάλι ορθό και τραβούσε το δρόμο του για τα ψηλά, προς τον ουρανό. Κάθισε εκεί κι αφέθηκε στη μουσική και στις σκέψεις του ώρα πολύ.
Ο μουσικός ανασηκώθηκε κι άρχισε να μαζεύει τα συμπράγκαλά του να φύγει, καθότι το κρύο τσουχτερό, οι διαβάτες λιγοστοί…
«Στάσου…» του εφώναξε, «περίμενε…». Ήρθε κοντά του κι άρχισε να ψαχουλεύει τις τσέπες του. Την άδειασε απ’ τα λιγοστά κέρματα πού ‘χε και του τα έδωκεν όλα. Ο μουσικός έβγαλε τη σκούφια του απ’ την άτριχη κεφαλή του, έκαμε μια υπόκλιση βαθιά και ρώτησε:
«Τι επιθυμεί ο κύριος να ακούσει;»
«Τίποτα. Τα είπες όλα. Την υγειά σου να ‘χεις…»
Ο μουσικός τον αντιχαιρέτησε με μια συγχορδία.
«Από πού έρχεσαι;» τον ερώτησε.
«Από το Τσιχιστζβάρι»
«Και πού είναι αυτό το Τσιχιστζβάρι;»
«Στη Γεωργία. Κοντά στο Μπορτζόμ. Στα 1800 μέτρα ψηλά στο βουνό…»
Χαμογέλασε πικρά και σιγομουρμούρισε:
«Πρόσφυγας κι εσύ…»
Τον αποχαιρέτισε κι έφυγε. Πέρασε τη διάβαση κι έφθασε στο άγαλμα του Βενιζέλου, πάνω απ’ την Εγνατία οδό. Μεγάλο άγαλμα! Στάθηκε στο βάθρο του κι ένοιωσε μικρός… Βάλθηκε να το παρατηρεί. Για αρκετήν ώρα…
Κι ήταν τότες που, ο εγγονός του Πάντζου και της Ωραιοζήλης, σκέφθηκε πως ίσως θά ‘πρεπε, αντί για τούτον εδώ το άνδρα, έναν πρόσφυγα να ‘χαν στήσει άγαλμα… Πιο τίμιο θα ‘ταν…
Φεύγοντας καλοείδε το άγαλμα. Παρατήρησε τις κουτσουλιές από τους γλάρους και τα περιστέρια στη μύτη και στο φέσι του «Εθνάρχη»…
Σκέφθηκε πως η φύση, τ’ ουρανού τα πτερόεντα, ξέρουν ν’ αποτιμούν ορθότερα τα έργα των ανθρώπων…