Ωραιόκαστρο: Ας μιλήσουμε για Μουσική… Του Δημητρίου Σ. Παπαδόπουλου (Σταυριώτη)

Ωραιόκαστρο: Ας μιλήσουμε για Μουσική… Του Δημητρίου Σ. Παπαδόπουλου (Σταυριώτη)

Ας μιλήσουμε για Μουσική…

Του Δημητρίου Σ. Παπαδόπουλου (Σταυριώτη)
Εν Ωραιοκάστρω, την 10ην Αυγούστου 2023

Αντί προλόγου…
Ναι, είναι γεγονός ότι όλο το προηγούμενο διάστημα, ο προεκλογικός πυρετός στο Ωραιόκαστρο έκαμε ντουέτο ταιριαστό με τον καύσωνα των τελευταίων ημερών. Επίσης γεγονός είναι ότι και η προεκλογική ρύπανση κινείται σε ανησυχητικά επίπεδα και όπως όλα δείχνουν η κατάσταση θα επιδεινωθεί προς το τέλος του μήνα μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου, όταν πρόκειται ο διαιτητής να σφυρίξει τη λήξη ενός ακόμη στημένου (εκλογικού) αγώνα. Το ενδιαφέρον αυτή τη φορά είναι ότι, το παιγνίδι είναι αμφίρροπο και το αποτέλεσμα φαίνεται πως θα κριθεί τις τελευταίες ημέρες.
Υπάρχει χρόνος να μιλήσουμε για όλα αυτά. Και θα το κάνουμε όσο πλησιάζει ο καιρός. Τούτες τις ημέρες όμως, που ζυγώνει η εορτή της Παναγιάς μας, ας μιλήσουμε για κάτι άλλο. Για κάτι θεϊκό. Για τη Μουσική, ας πούμε. Γιατί όχι;

Ω! Η Μουσική!
Η μουσική… «λέει» αυτό που δεν μπορούμε να πούμε… Ή για να το πούμε αλλιώς: «λέει» αυτό για το οποίο δεν μπορεί να γίνει λόγος…
Είναι η μουσική, «πέρα από το καλό και το κακό», ισχυρίζεται ο Νίτσε… Και ίσως ενυπάρχει, θα έλεγα, και μέσα στο καλό και στο κακό… Ναι, η μουσική μπορεί να εισβάλλει, να διεισδύσει, να κυριεύσει τον ανθρώπινο ψυχισμό με τέτοια αποτελεσματικότητα και δύναμη που μόνον με αυτή των ναρκωτικών ουσιών(υποθέτω), ή με την μεταρσίωση που περιγράφουν οι σαμάνοι, οι άγιοι, οι περιστρεφόμενοι δερβίσηδες, ημπορεί να συγκριθεί. Μπορεί να συμβάλλει στη θεραπεία ενός διαλυμένου μυαλού κι απ’ την άλλη να τρελάνει τον άνθρωπο.
Άλλοτε πάλι μια μελωδία «κολλάει» στο μυαλό μας και δεν εννοεί να φύγει. Πόσο περίεργο είναι αυτό, πόσο δυσεξήγητο.
Είναι και ο Σοπενχάουερ πάλι, που είπε εκείνο το εντελώς ακατανόητο και ταυτόχρονα τόσο συγκλονιστικό, που ενώ δεν εδράζεται σε καμία λογική, εν τούτοις μοιάζει τόσο προφανές, τόσο αληθινό… και άκρως ποιητικό (εδώ που τα λέμε μόνο ποιητικά μπορεί να φιλοσοφήσει κανείς, και αντιστρόφως). Τι είπε; ‘’η μουσική θα άντεχε, ακόμα κι αν έπαυε να υπάρχει το σύμπαν μας’’…
Κάποιος άλλος σπουδαίος άνδρας, ο Λάιμπνιτς, είπε για τη μουσική πως, ‘’είναι η άλγεβρα του Θεού’’, όσο για τον αγαπημένο μας Βιτγκενστάιν, αυτός ήταν που ομολόγησε πως, η αργή κίνηση στο τρίτο κονσέρτο του Μπραμς, τον ετράβηξε ουκ ολίγες φορές από το χείλος της αυτοκτονίας. Ο ίδιος πάλι (που ήταν και αρχιτέκτων πέρα από φιλόσοφος-ποιητής), είπε: ‘’η αρχιτεκτονική είναι κατεψυγμένη μουσική’’…
Ενώ ο Σαίξπηρ; Δίκαιο δεν είχε όταν έγραφε: ‘’Αλίμονο σ’ αυτούς που δεν έχουν στην ψυχή τους μουσική’’;. Ο δε Κλωντ Λεβι Στρως δήλωνε κατηγορηματικά: ‘’η επινόηση της μελωδίες: υπέρτατο μυστήριο στις επιστήμες του ανθρώπου’’…
Το λοιπόν… ό,τι και να πούμε επιπλέον για τη μουσική, είναι άσκοπες περιττολογίες… πόσο μάλλον μη διαθέτοντας ούτε χάρισμα ποιητικό, ουδέ επαρκή φιλοσοφική κατάρτιση…

Και ο μαέστρος;
Ξέρετε τι μου αρέσει πολύ; Πάρα πολύ; Και ευγνωμονώ τη τεχνολογία για το δώρο αυτό το ανεκτίμητο. Να παρατηρώ τους αγαπημένους μου μαέστρους να διευθύνουν έργα κλασικής μουσικής στο διαδίκτυο. Κάποτε τους άκουγα στο 3ο πρόγραμμα του ραδιοφώνου στην εκπομπή ‘’Πρόβα Ορχήστρας’’, τώρα ημπορώ και τους βλέπω.
Ναι, αυτούς! Τους μαέστρους!
Αλλά τι ακριβώς είναι, τι κάνει ένας μαέστρος; Ασφαλώς, έχει μπροστά του μια παρτιτούρα. Που για όλους εμάς που δεν κατέχουμε τη μουσική γραφή, είναι μια κόλα χαρτί με κάτι πεντάγραμμα και νότες, σαν τα ιερογλυφικά, ή την σφηνοειδή γραφή. Ακαταλαβίστικα. Μπορεί να είναι το ‘’Μπολερό’’ του Ραβέλ, ή η 3η συμφωνία του Μπετόβεν. Και πρέπει να τα ξέρει απ’ έξω. Όπως εσύ κι εγώ ξέρουμε το ‘’Πάτερ ημών’’ (εάν το ξέρουμε…). Νότα να μην του ξεφεύγει. Ούτε νότα! Να ξέρει κάθε όργανο, από τα καμιά τριανταριά πιθανόν που έχει μπροστά του, πότε πρέπει να παίξει και πώς. Μη τυχόν και γίνει κανένα λάθος. Αλλά κι αυτό είναι το λιγότερο! Ο τρόπος που θα διευθύνει ο μαέστρος ένα μουσικό έργο, θα πρέπει να έχει και το δικό του χαρακτήρα, τη δική του «σφραγίδα». Να ξεχωρίζει από τις εκτελέσεις άλλων συναδέλφων του. Μα, θα σκεφθεί κανείς, αφού στο μουσικό έργο, οι νότες είναι ίδιες. Κι όμως, κάθε μαέστρος δίνει τη δική «εκδοχή» για το έργο που διευθύνει.
Προσωπικά το κατάλαβα αυτό με τον καλύτερο τρόπο όταν μού είπε ένας καλός φίλος μου πριν από πολλά χρόνια (ο Γιώργος Πούπης) τον επισκέφθηκα στο φωτογραφικό του studio πίσω απ’ την Αγιασοφιά. Τι μού είπε;
‘’Εσένα σ’ αρέσει η κλασική. Τι θες ν’ ακούσεις Σταυριώτη; Άκου τώρα τις Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι όπως δεν τις έχεις ξανακούσει’’.
Όταν με είδε να δυσανασχετώ (καθότι το έργο γνωστό και χιλιοπαιγμένο) βιάστηκε να συμπληρώσει:
‘’Άκου τον Λεωνίδα Καβάκο να διευθύνει την Κρατική Θεσσαλονίκης. Ξέρεις… ο τύπος έχει αφαιρέσει όλη την μπαροκίλα από το έργο. Του «άλλαξε τα φώτα»! Άκου…’’
Μού άρεσε όπως το έθεσε, χρησιμοποιώντας μάλιστα κι εκείνη την αδόκιμη έκφραση: ‘’μπαροκίλα’’. Ακούς εκεί! Αφαίρεσε την μπαροκίλα. Τι πάει να πει αυτό; Το κατάλαβα όταν άκουσα τις ‘’Τέσσερις Εποχές’’ αγνώριστες! Τι έκαμεν ο αφιλότιμος ο Καβάκος, πως τα κατάφερε, μόνον αυτός ξέρει;
Ο μαέστρος λοιπόν…
Σκέψου, για παράδειγμα, εσύ που είσαι αφεντικό στην επιχείρησή σου και διευθύνεις τριάντα υπαλλήλους. Δεν πρέπει να μοιράσεις τις δουλειές σωστά, να δεις εάν γίνονται όπως πρέπει, για να ‘χεις αποτέλεσμα; Έτσι κι ένας μαέστρος, ένας διευθυντής ορχήστρας. Δεν χρειάζεται να παίζει ο ίδιος βιολί ή τούμπα, αλλά να ξέρει τι ήχους παράγει το κάθε όργανο κι εάν ακούγεται σωστά όταν παίζεται.
Κι όταν με το καλό τελειώσει το έργο του, όταν το ‘’Μπολερό’’ του Ραβέλ πάει προς το τέλος, δείτε το πρόσωπό του! Ναι, το πρόσωπό του! Δείτε πως είναι. Πόση σωματική και πνευματική ενέργεια έχει καταναλώσει για να αποδοθεί άρτια το έργο. Η οποία ενέργεια είναι αποτυπωμένη, ζωγραφισμένη, γραμμένη εκεί, στη φάτσα του. Δείτε τις σταγόνες του ιδρώτα που τρέχουν σαν ρυάκια στο πρόσωπό του. Σαν την εγκυμονούσα που έρχεται ολοένα και πιο κοντά στον τοκετό! Ναι, είναι γέννα σωστή η εκτέλεση ενός μουσικού έργου.
Λοιπόν; Τι είναι ένας μαέστρος; Είναι ένας καλός βασιλιάς που ξέρει καλά έναν έναν ξεχωριστά τους υπηκόους του. Ξέρει τις δυνατότητες του και τις ανάγκες του. Είναι ένας αξιωματικός που ορμά πρώτος με εφ’ όπου λόγχη καθοδηγώντας τους στρατιώτες του στη μάχη. Που δίνει το βηματισμό και τη ψυχή στη μάχη που πρέπει να δοθεί, στη μάχη που δίδεται.
Τι κάνει ένας μαέστρος; Τα λόγια, η γραφή, είναι φτωχά για να περιγράψει κανείς, είτε το μουσικό έργο, είτε τη δουλειά του διευθυντή μιας ορχήστρας. Δείτε καλύτερα…
Αφιερώστε λίγο χρόνο και δείτε στο you tube το έργο Bolero του Ravel με μαέστρο τον Ρουμάνο Sergiu Celibitache, εν έτει 1971. Είναι ο καλύτερος τρόπος για να καταλάβει κανείς για τι ακριβώς μιλάμε… Κι αν σας κουράζει η «μονοτονία» του ‘’Μπολερό’’, δείτε το έργο προς το τέλος του, μετά το 14ο λεπτό… Προσέξτε το πρόσωπο του Sergiu Celibitache. Συγκλονιστική, μαγική οπτικοακουστική εμπειρία!
Μια παρένθεση εδώ: ήταν τότε στα φοιτητικά μου χρόνια όταν, κρεμασμένος στην άκρη του μπαλκονιού του Κρατικού Θεάτρου της Θεσσαλονίκης στον δεύτερο εξώστη, άκουσα κάποιον δίπλα μου να λέει: ‘’στις πρόβες που έκαμε ο Celibitache όταν ήταν στη Φιλαρμονική του Βερολίνου, υπήρχαν τουλάχιστον πεντακόσια ή εξακόσια άτομα που παρακολουθούσαν…’’. Εξακόσιοι θεατές στις πρόβες; Απίστευτο! Και συμπλήρωσε ο ίδιος με παράπονο: ‘’Κι εδώ τώρα στη Σαλονίκη, παίζεται η 7η του Μπετόβεν και δεν είμαστε παραπάνω από πενήντα θεατές…’’. Αυτά στις αρχές του ’80. Το λοιπόν, πηγαίναμε κάθε Δευτέρα στο Κρατικό Θέατρο, τότε, με τον φίλο μου τον Νίκο. Κρεμασμένοι στο μπαλκόνι της πρώτης σειράς του 2ου εξώστη με φθηνό φοιτητικό εισιτήριο κι ακούγαμε την Κρατική Ορχήστρα της Θεσσαλονίκης να παίζει έργα κλασικής μουσικής. Ενίοτε κολλούσε στην παρέα μας και ο φίλος μας ο Δημοσθένης, ο οποίος ερχόταν μαζί μας συνήθως το Μάιο όταν ανέβαινε η Εθνική Λυρική Σκηνή από την Αθήνα παρουσιάζοντας την Όπερα που παιζόταν στην πρωτεύουσα τον χειμώνα. Ο Δημοσθένης λοιπόν, έχοντας στα μάτια τα μικροσκοπικά ρώσικα κιάλια όπερας (που μού δώρισε ο πατέρας μου ο κυρ-Στέλιος όταν επέστρεψε από το ταξίδι του στη Ρωσία επί Μπρέζνιεφ), ο Δημοσθένης λοιπόν, ήταν απασχολημένος με το να ψάχνει να βρει τα αποκαλυπτικότερα ντεκολτέ των κυριών της πλατείας. Έτσι, όταν ακούγαμε κάποιο επιφώνημα επιδοκιμασίας από τα χείλη του, ξέραμε ότι δεν οφειλόταν στην άψογη εκτέλεση κάποιας άριας, από την ‘’Τόσκα’’ του Πουτσίνι, ή τη ‘’Νόρμα’’ του Μπελίνι, αλλά… σε κάτι πιο ενδιαφέρον… από ερωτικής απόψεως. Ενίοτε, όταν μας επέτρεπε να απολαύσουμε κι εμείς το ομολογουμένως σκανδαλώδες και συγκλονιστικό συνάμα θέαμα, μάς παρέδιδε γενναιόδωρα τα κιάλια λέγοντας:
‘’Κοιτάξτε ρε μαλάκες εκεί, στο δεξί διάζωμα, πέμπτη σειρά, τρίτο κάθισμα’’ (βλέπετε, ήταν απολύτως ακριβής ως προς τις γεωγραφικές συντεταγμένες). Α, και μη σας ξενίζει η προσφώνηση ‘’μαλάκα’’, καθότι την εποχή εκείνη ισοδυναμούσε περίπου με το ‘’κύριε’’, για να μην πούμε, υπερβάλλοντας λιγάκι, ότι αποτελούσε και τίτλο ευγενείας. Πώς έχουν οι εγγλέζοι το ‘’ser’’; Κάπως έτσι…
Ας σοβαρευτούμε όμως…
Το λοιπόν, αξίζει να ιδεί κανείς επίσης και τον Georg Solti να διευθύνει το Siegfried Funeral Music – Götterdämmerung του Βάγκνερ. Τούτον τον Βάγνκερ, ουδέποτε τον συμπάθησα. Το έργο του εννοώ. Ούτε τη φάτσα του επίσης όπως έχει διασωθεί από τα πορτραίτα του. Ίσως δεν τον συμπαθώ διότι τα «τσούγκρισε» με τον «φίλο» μου τον Νίτσε. Κι όμως θαρρώ πως το πένθιμο εμβατήριο του Siegfried, που θα χάσετε εάν δεν μπείτε στον κόπο να το ακούσετε, είναι υπεραρκετό για να του επιτρέψει να διαβεί, αυτός ο αχώνευτος Γερμανός, το κατώφλι της μουσικής αιωνιότητος. Δείτε λοιπόν τον Solti να διευθύνει (σαν νευρόσπαστο) Βάγκνερ. Είναι μια επίσης συγκλονιστική οπτική (πέρα από ακουστική) εμπειρία.

Πριν μιλήσει ο άνθρωπος, τραγούδησε…
Ειπώθηκε, όχι αδίκως, πως ανέκαθεν υπήρχαν ίχνη πολεμικής ανάμεσα στο λόγο και τη μουσική. Οι αρχέγονοι μύθοι για τη μουσική και το τραγούδι, βρίθουν από φρίκη και βαρβαρότητα. Ψέματα είναι; Αμφιβάλλετε; Τότε τι είναι το γδαρμένο δέρμα του Μαρσύα που τόλμησε με τον αυλό του να προκαλέσει σε αγώνα τον λυράρη Απόλλωνα; Και οι Σειρήνες με το τραγούδι τους, όπου ο θαλασσινός τόπος τους ήταν σπαρμένος από οστά σαγηνεμένων ναυτικών; Κι ύστερα ο Ορφέας, που διαμελίζεται σε κομμάτια από τις γυναίκες της Θράκης, ώσπου το κεφάλι και η άρπα του ξεβράζονται στην παραλία της Λέσβου, «με το μέγα στόμα να τραγουδάει ακόμα…», καθώς λέει κι ο ποιητής…
Για να μη μιλήσουμε και για τον τρόπο κατασκευής των οργάνων. Που κάποια από αυτά γίνονται από ζώα σφαγμένα. Κέλυφος χελώνας, έντερα γάτας και πάει λέγοντας. Η Ποντιακή λύρα ωστόσο, είναι λιγότερο βάρβαρη, καθώς για το δοξάρι χρειάζεται μόνον τρίχες από τις ουρές αλόγων. Βλέπετε οι Πόντιοι ανέκαθεν υπήρξαν ευγενέστερη ράτσα απ’ ό,τι άλλες, που δεν διστάζουν να θυσιάζουν ζώα για την διασκέδασή τους. Τι θυμήθηκα τώρα! Κάποτε όταν παρευρέθηκα ως επίτιμος «μελλοθάνατος» σε γάμο στην Ύδρα, ο προσκεκλημένος λυράρης ήταν εξαφανισμένος και απασχολημένος στην αναζήτηση αλογότριχων για το δοξάρι της λύρας του, καθώς στο νησί αυτό όπου απαγορεύεται η κυκλοφορία οχημάτων, τα ευγενή αυτά ζώα ήταν άφθονα. Κι έτσι όταν χρειάστηκε να συνοδεύσει την ομήγυρη για το ‘’νυφέπαρμαν’’ (όπερ σημαίνει ‘’το πάρσιμο της νύφης’’, για όσους δεν κατέχουν ορθά την ελληνικήν) ήταν απών. Ανέκαθεν οι μουσικοί ήταν αλλοπαρμένοι.
Το λοιπόν, ίσως δεν είχε και τόσο άδικο ο πολύς Πλάτων όταν ανησυχούσε για την επιρροή της μουσικής στην ψυχή των ανθρώπων και στην κοινωνία…
Και τι να πούμε για τη μουσική και τη γλώσσα; Δυό δυνάμεις που στη βαθύτερη ουσία τους είναι ανταγωνιστικές. ‘’Συναντιούνται στην ανθρώπινη φωνή μέσα από το τραγούδι’’, καθώς λέει ο Στάινερ, συμπληρώνοντας: ‘’Η φωνή που τραγουδάει μπορεί σε μια διακύμανσή της να συντρίψει ή να θεραπεύσει τον ψυχισμό μας’’…
Είναι σίγουρο ότι πριν μιλήσει ο άνθρωπος τραγούδησε; Κανείς δεν μπορεί να το πει με ασφάλεια. Γιατί όμως το πιστεύουμε διαισθητικά; Τέλος πάντων ας υποκύψουμε στη διαίσθησή μας, ας το δεχθούμε. Πρώτα τραγούδησε!
Αλλά… όχι βέβαια Όπερα. Εμείς ωστόσο, για την Όπερα και τους αοιδούς της θα πούμε δυο πράγματα.
Στο θέμα μας, κατ’ ευθείαν. Ακούστε την άρια ‘’ Voi lo sapete…’’ από την Όπερα ‘’Cavalleria rusticana’’ του Mascagni. Ακούστε την από διάφορες σοπράνο.
Συνήθιζα να το κάνω αυτό στα νιάτα μου ακούγοντας πολλούς τενόρους και σοπράνο από δίσκους βινυλίου. Εκεί έφευγαν όλα τα λεφτά μου, όλο το χαρτζιλίκι μου. Σε δίσκους και βιβλία. Κατέβαινα στο υπόγειο, στο ‘’Studio 52’’, στην πλατεία Ναβαρίνου μετά το μάθημα στο Αριστοτέλειο και περνούσα ώρες εκεί ψάχνοντας κι ακούγοντας… Ο καλός ιδιοκτήτης, μού έβαζε (κατά παράβασιν) να ακούω από τα τέλεια στερεοφωνικά που είχε ό,τι διάλεγα. Ενίοτε με κατατόπιζε για το τι ακριβώς ακούω. Το λοιπόν εκεί περνούσα αρκετές ώρες και κάποια χρόνια αργότερα, στο βιβλιοπωλείο ‘’Λοξίας’’ του συντοπίτη μας κυρίου Κυπριανίδη, πάλι στην πλατεία Ναβαρίνου, λίγο παρακάτω πριν την Τσιμισκή, στην Ιασαύρων. Κάπως έτσι γέμισε με τα χρόνια η αρκετά ευρύχωρη σοφίτα μου με χιλιάδες βιβλία που κάποιες φορές νοιώθω να με απειλούν ότι θα με κάνουν έξωση από το χώρο της πνευματικής εργασίας μου. Μετά τραβούσαμε με την παρέα από το πανεπιστήμιο για τάβλι και μπύρες στο καφενείο ‘’Αιγαίον’’ στην παραλία.
Ξέφυγα απ’ το θέμα μου όμως…
Το λοιπόν, όσον αφορά τις γυναικείες φωνές, πάντοτε κατέληγα στο συμπέρασμα ότι η Μαρία Κάλας ήταν η καλύτερη απ’ όλες. Συμπέρασμα όχι αβασάνιστο και ουδόλως εδραζόμενο σε «εθνικά» κριτήρια, άκουγα κι άλλες σοπράνο με πολύ προσοχή. Εκείνη, η Μαρία, ξεχώριζε. Ήμουν εμμονικός με τη χροιά της φωνής της και τις ερμηνείες της. Διάβασα όλες τις βιογραφίες της και μίσησα (θαυμάζοντας και μακαρίζοντας) τον Ωνάση… αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Τώρα, χάρη στην τεχνολογία, μπορούμε εύκολα να πληκτρολογήσουμε τον τίτλο οποιασδήποτε άριας και να δούμε στο you tube έναν αρκετά πλήρη κατάλογο με τις αοιδούς που το ερμήνευσαν. Έλεγα πριν για την άρια της Saduzza από την Όπερα ‘’Cavalleria rusticana’’ του Mascagni. Η καλύτερη ερμηνεία που άκουσα, ακόμα και από της Κάλας, είναι μιας Ρωσίδας (τι άλλο;). Της Elena Obraztsova. Προσέξτε κυρίως τα κοντινά πλάνα, από τη συναυλία της στο Τόκυο το 1980. Δείτε την! Τίποτα άλλο! Και είναι τόσο παράξενο! Υπάρχει ένας ολάκερος αστερισμός από Ρωσίδες και Ρώσους καλλιτέχνες, που δίχως αυτούς δυσκολεύομαι να φανταστώ το πολιτισμικό υπόβαθρο της Δύσης. Αναλογίζομαι ενίοτε την πολιτιστική μας ένδεια δίχως την ύπαρξή τους.
Και να μη τον ξεχάσω. Πρόσφατα ακούγοντας την υπέροχη μουσική του Villa Lompos , το Bachianas Brasileiras, ανακάλυψα ότι το τραγούδησε με την υπέροχη φωνή της και η Τζόαν Μπάεζ. Ξέρετε την υπέροχη εκείνη Λατίνα τραγουδίστρια που στα φοιτητικά μας χρόνια την γνωρίζαμε καλά από το Gracias a la vida, εμπνεόμενοι τότε από άκρως αντιαμερικανικά αισθήματα (όχι πως και σήμερα τρέφουμε για δαύτους τα αγνότερα των αισθημάτων). Μαγική η ερμηνεία της Μπάεζ… που απαιτεί τρομερές φωνητικές δεξιότητες… τις οποίες διέθετε.
Ας επανέλθουμε όμως στο θέμα μας…
Αλήθεια, τι είναι αυτό που μας κάνει να ξεχωρίζουμε μια ερμηνεία από μια άλλη και να την αξιολογούμε; Η τεχνική κατάρτιση, η χροιά της φωνής, η εικόνα του(της) εκτελεστή, η σκηνική παρουσία; Είναι το καθένα από αυτά ξέχωρα και όλα μαζί; Ποιος ξέρει; Διάβαζα ανελλιπώς τα προγράμματα κάθε συναυλίας και Όπερας και τις λεκτικές περιγραφές του έργου που επρόκειτο να ακούσω. Δεν καταλάβαινα. Ή μάλλον, καταλάβαινα τι διάβαζα, αλλά δεν το αναγνώριζα σ’ αυτό που άκουγα. Εν τέλει, κάπως αργά εννόησα πως όλα ήταν περιττολογίες. Δεν μπορείς να πεις τίποτα αποκαλυπτικό για τη μουσική. Δεν μπορείς να περιγράψεις με λόγια τι άκουσες. Είναι κάτι σαν τον Θεό για τους πιστούς. Δεν επιδέχεται ούτε αναλυτική, ούτε εμπειρική περιγραφή.
Κλείνοντας, μια και κάπου αναφέραμε τον Θεό πριν… Ακούστε επίσης από τα ‘’Κατά Ματθαίον Πάθη’’ του Μπαχ την άρια: Erbarme dich, mein Gott. (Είναι η μουσική που επέλεξε ο Ταρκόφσκι για μια ταινία του, οπότε μπορείτε να την απολαύσετε και με πλάνα κινηματογραφικά). Σκεφθείτε; Μπορούμε να φανταστούμε τις τέχνες και την μουσική, χωρίς αναφορά σε ζητήματα πίστης; Είναι τυχαίο που σχεδόν αυτοί που αποκαλούμε μεγάλους συνθέτες, εμπνεύστηκαν και ύμνησαν σε πολλά έργα τους το Θεό; Κάτι σημαίνει αυτό. Κι η βυζαντινή μουσική, η δική μας; Ποιος γνώστης δεν υποκλίνεται στο μεγαλείο της; Πόσοι δυτικοί δεν την μιμήθηκαν, δεν «έκλεψαν» κάτι από αυτήν; Κι από εκεί, με μια μικρή παράκαμψη, ένα μικρό πηδηματάκι, πάμε στον σμυρναίικο αμανέ. Τι υπέροχος μουσικός κόσμος κι αυτός!
Αλλά κι αυτό είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία…
Αυτά…
Άντε… και καλή Παναγιά…

 

vendo